Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Ο Μακάο του Spix


Spix's macawΟ  Μακάο  του  Spix  (Cyanopsitta spixii), επίσης γνωστός  ως μικρός μπλε Μακάο, είναι ένας παπαγάλος  ενδημικός  στη Βραζιλία. Είναι μέλος της φυλής  Arini στην υποοικογένεια Arinae (Νεοτροπικοί παπαγάλοι). Είναι  ένας μεσαίου μεγέθους παπαγάλος  που ζυγίζει  περίπου 300 γραμμάρια. Το φτέρωμά του αποτελείται από διάφορες αποχρώσεις του μπλε, με ένα γκρι-μπλε κεφάλι, γαλάζιο κάτω μέρος, και έντονο μπλε πάνω μέρος . Τα αρσενικά και τα θηλυκά είναι πανομοιότυπα σε εμφάνιση, με τα θηλυκά να είναι λίγο μικρότερα, κατά μέσο όρο.

Τo είδος κατοικούσε  παρόχθιες δασικές εκτάσεις που σχημάτιζαν τα δέντρα Caraibeira (Tabebuia Aurea) στη λεκάνη απορροής του ποταμού Σάο Φρανσίσκο εντός του ξηρού δάσους Caatinga στη βορειοανατολική Βραζιλία. Είχε έναν πολύ περιορισμένο φυσικό βιότοπο εξαιτίας της εξάρτησής του από το συγκεκριμένο είδος δέντρου  για φώλιασμα, σίτιση και χώρους για κούρνιασμα. Τρεφόταν κατά κύριο λόγο με σπόρους της Caraiba και διαφόρων ευφορβιοειδών θάμνων, την κυρίαρχη βλάστηση της Caatinga. Λόγω της αποψίλωσης των δασών στον περιορισμένο γεωγραφικό του χώρο και τον εξειδικευμένο βιότοπο, το πουλί ήταν σπάνιο στην άγρια φύση σε όλο τον εικοστό αιώνα. Η Διεθνής Ένωση για την Προστασία της Φύσης  θεωρεί το Μακάο  του  Spix ως άκρως απειλούμενο είδος (CR) και ενδεχομένως έχει εξαφανιστεί στην άγρια φύση. Το τελευταίο γνωστό άγριο πτηνό ήταν ένα αρσενικό που εξαφανίστηκε το 2000. Το είδος  τώρα διατηρείται μέσω ενός προγράμματος αναπαραγωγής σε αιχμαλωσία σε διάφορους οργανισμούς διατήρησης υπό την αιγίδα της κυβέρνησης της Βραζιλίας. Είναι ενταγμένο στο Παράρτημα Ι της CITES, η οποία καθιστά το εμπόριο παράνομο εκτός αν πρόκειται για την νόμιμη διατήρηση, επιστημονικούς ή εκπαιδευτικούς σκοπούς.

 Ο Μακάο του Spix είναι ένα από τα «τέσσερα μπλουζ», τα τέσσερα είδη των μπλε Μακάο  μαζί με τον υάκινθο Μακάο, το Μακάο του  Lear, και τον πιθανώς εξαφανισμένο γλαύκο  Μακάο. Μετά την ανακάλυψη και περιγραφή του είδους από τον Georg Marcgrave , ο Γερμανός βιολόγος Johann Baptist von Spix ( από τον οποίο ο παπαγάλος αυτός πήρε το όνομά του ) σύλλεξε ένα δείγμα του είδους  το 1819 και του έδωσε την παραπλανητική ονομασία Arara hyacinthinus μην ξέροντας ότι συμπίπτει με το όνομα του υάκινθου Μακάο (τότε  Psittacus hyacinthinus ). Το λάθος του αυτό συνειδητοποίησε ο Δρ. Johann Wagler  to 1832 , ο οποίος του έδωσε την ονομασία Sittace spixii . Ωστόσο, λίγο αργότερα, το 1854 , ο πρίγκιπας Κάρολος Βοναπάρτης το συμπεριέλαβε σε ξεχωριστό γένος και έτσι ονόμασε τον παπαγάλο Cyanopsitta spixii, βασισμένος σε σημαντικές μορφολογικές διαφορές με τους υπόλοιπους Μακάο. Επιπλέον, πολλοί φυσιοδίφες ισχυρίζονται πως  ο Μακάο του Spix συγγενεύει περισσότερο με τις κονούρες και ότι δεν είναι αυθεντικός Μακάο.

Ο Μακάο του  Spix είναι εύκολο να αναγνωριστεί ,από το γεγονός ότι είναι ο μόνος μικρός μπλε Μακάο και επίσης από το γυμνό γκρι δέρμα του προσώπου του.  Είναι περίπου 56 cm σε μήκος συμπεριλαμβανομένου του μήκους της ουράς των 26-38 cm . Έχει μήκος φτερούγων 24,7 έως 30,0 cm . Η εξωτερική εμφάνιση των ενήλικων αρσενικών και θηλυκών είναι ίδιες, ωστόσο, το μέσο βάρος των αρσενικών σε αιχμαλωσία είναι περίπου 318 gr και των θηλυκών σε αιχμαλωσία κατά μέσο όρο περίπου 288 gr . Το φτέρωμά του είναι γκρι-μπλε στο κεφάλι, απαλό μπλε στο κάτω μέρος, και έντονο μπλε στο πάνω μέρος, τα φτερά και την ουρά.  Τα πόδια και οι πατούσες είναι καφέ-μαύρες. Στους ενήλικες το γυμνό δέρμα του προσώπου είναι γκρι, το ράμφος είναι εντελώς σκούρο γκρι, και οι ίριδες είναι κίτρινες.  Τα νεαρά άτομα είναι παρόμοια με τους ενήλικες, αλλά το γυμνό δέρμα του προσώπου είναι ανοικτό γκρι, οι ίριδες είναι καφέ, και έχουν μια  λευκή λωρίδα κατά μήκος του κέντρου της κορυφής του ράμφους .
Δύο νεαροί Μακάο του Spix





Κάνουν τις φωλιές τους στις κουφάλες των μεγάλων ώριμων δέντρων Caraibeira, και επαναχρησιμοποιούν τη φωλιά χρόνο με το χρόνο. Η αναπαραγωγική περίοδος είναι από το Νοέμβριο ως το Μάρτιο, με τα περισσότερα αυγά να εκκολάπτονται  τον Ιανουάριο για να συμπέσει η γέννηση των νεοσσών με την έναρξη της εποχής των βροχών στην Caatinga (Ιανουάριος – Απρίλιος). Στην άγρια φύση,  οι Μακάο του Spix πιστεύεται ότι γεννούσαν τρία αυγά ανά περίοδο . Σε αιχμαλωσία, ο μέσος αριθμός των αυγών είναι τέσσερα, και μπορεί να κυμαίνονται από ένα έως επτά. Η  περίοδος επώασης είναι 25-28 ημέρες και μόνο το θηλυκό εκτελεί τα καθήκοντα επώασης. Οι νεοσσοί μπορούν να πετάξουν σε 70 ημέρες και είναι ανεξάρτητοι σε 100-130 ημέρες.

Η διάρκεια ζωής του στην άγρια φύση είναι άγνωστη  , ωστόσο λέγεται πως το τελευταίο άγριο αρσενικό, ήταν μεγαλύτερο από 20 χρόνια. Το γηραιότερο  πουλί σε αιχμαλωσία πέθανε σε ηλικία 34 χρόνων.

Το πουλί δεν είχε μελετηθεί σε άγρια κατάσταση μέχρι τη δεκαετία του 1970. Αρχίζοντας γύρω στο 1980, στην εποχή της κορύφωσης  του παράνομου εμπορίου των πουλιών, πολλοί έμποροι και παγιδευτές πήραν δεκάδες Μακάο του Spix από το φυσικό τους περιβάλλον, και από τις αρχές της δεκαετίας του '80, πιστεύεται ότι έχει εξαφανιστεί στην άγρια φύση.  Ο φυσιοδίφης Δρ Paul Roth που έκανε έρευνες στα πουλιά στην περιοχή Curacá από το 1985 έως το 1988, βρήκε μόνο 5 πτηνά το 1985, τρία το 1986, και μόνο δύο μετά τον Μάιο του 1987.

Δύο από τα πουλιά είχαν παγιδευτεί για εμπόριο το 1987. Ένα αρσενικό, που ήταν ζευγάρι με ένα θηλυκό Μακάο με μπλε φτερά  (Primolius maracana), ανακαλύφθηκε στην περιοχή το 1990. Ένα θηλυκό Μακάο του Spix ελευθερώθηκε από την αιχμαλωσία στην περιοχή το 1995 ,σκοτώθηκε όμως από σύγκρουση με ένα ηλεκτρικό καλώδιο μετά από επτά εβδομάδες. Το τελευταίο άγριο αρσενικό εξαφανίστηκε από την περιοχή τον Οκτώβριο του 2000.  Το είδος πιθανότατα εξαφανίστηκε από την φύση στα τέλη του 2000, όταν το τελευταίο γνωστό άγριο πτηνό δεν ξαναβρέθηκε .
Το πουλί ήταν ήδη σπάνιο από τη στιγμή της ανακάλυψης του από τον Johann Baptist von Spix το 1819 μετά από 100 χρόνια εντατικών εμπρησμών  και υλοτομίας  της Caatinga. Αιώνες  αποψίλωσης των δασών,  ανθρώπινης παρέμβασης  και γεωργικής ανάπτυξης κατά μήκος του διαδρόμου του Ρίο Sao Francisco μετά από τον αποικισμό της Ανατολικής Βραζιλίας από τούς ευρωπαίους  προηγήθηκε της απότομης πτώσης του πληθυσμού του είδους κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Μελέτες που έγιναν στον εναπομείναντα φυσικό  βιότοπο του Μακάο του Spix στην περιοχή Curaçá εκτιμούν ότι δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει  περισσότερα από  60 πουλιά ανά πάσα στιγμή τα τελευταία 100 χρόνια.  Παράγοντες που συνέβαλλαν  ήταν η εισαγωγή εισβαλλόντων  και αρπακτικών ειδών από τον άνθρωπο όπως μαύρους αρουραίους , αγριόγατες ,μανγκούστες  και μαρμοσέτες που τρέφονται με τα αυγά και τους νεοσσούς, καθώς και  κατσίκες,  πρόβατα και  βοοειδή τα οποία καταστρέφουν την αναγεννητική ανάπτυξη των δέντρων του δάσους, ιδιαίτερα των δενδρυλλίων  Caraibeira.

Τα δέντρα Caraiba αναπτύσσονται πολύ αργά. Τα περισσότερα από τα δέντρα είναι 200-300 ετών, και δεν υπήρξε καμία αναγεννητική ανάπτυξη  τα τελευταία 50 χρόνια. Επιπλέον, το 45% του ξηρού δάσος Caatinga έχει εκκαθαριστεί για να δημιουργηθεί χώρος για αγροκτήματα και φυτείες.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, από τη στιγμή που ολοκληρώθηκε επιτόπια έρευνα για να εντοπίσει ο βιότοπος του Μακάο του  Spix, ήταν προφανές ότι ο παπαγάλος αυτός πλησίαζε την εξαφάνιση στην άγρια φύση.  Οι οικολόγοι συνειδητοποίησαν ότι ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής σε αιχμαλωσία θα είναι απαραίτητο για τη διατήρηση του είδους . Σε μια συνάντηση από ομάδες οικολόγων το 1987 μόνο 17 μακάο του Spix  μπορούσαν να εντοπιστούν σε αιχμαλωσία. Χωρίς τη συμμετοχή του μεγαλύτερου μέρους των πουλιών σε αιχμαλωσία ή τη συμμετοχή της κυβέρνησης της Βραζιλίας, λίγα επιτεύχθηκαν.

Το 1990, το Βραζιλιάνικο Ινστιτούτο Περιβάλλοντος και Ανανεώσιμων Φυσικών Πόρων ίδρυσε μια Μόνιμη Επιτροπή για την Ανάκαμψη του Μακάο του Spix  προκειμένου να διατηρηθεί το είδος. Η Μόνιμη Επιτροπή διαλύθηκε το 2002 λόγω ανυπέρβλητων διαφορών μεταξύ των εμπλεκομένων μερών. Το 2004 μια επιτροπή ανασχηματίστηκε και  υπό τον τίτλο «Η Εργαζόμενη Ομάδα για την Ανάκαμψη του Μακάο του Spix ».
Κατά τη δεκαετία από το 1990, το Ίδρυμα Parque Loro χρηματοδότησε το πρόγραμμα  για την προστασία και τη μελέτη του τελευταίου άγριου αρσενικόυ, για την προστασία και την αποκατάσταση βασικών ενδιαιτημάτων, καθώς και άλλες σημαντικές δράσεις.
Το 1997, το Ίδρυμα Parque Loro επέστρεψε την ιδιοκτησία όλων των Μακάο  του Spix στις εγκαταστάσεις του στην κυβέρνηση της Βραζιλίας.  Μεταξύ του 2000 και του 2003, περισσότεροι Μακάο από δύο μεγάλες συλλογές στην εταιρεία Birds International στις Φιλιππίνες και τα πτηνοτροφεία του Ελβετικού Δρ. Hammerli αγοράστηκαν από τον Σεΐχη Saud bin Muhammed bin Ali Al-Thani, από το Κατάρ ,ο οποίος ίδρυσε το Κέντρο Διατήρησης της Άγριας Ζωής Al Wabra.


Το 2007 και το 2008, αγοράστηκαν από το Ίδρυμα Λίμινγκτον  και το κέντρο Al Wabra δύο αγροκτήματα συνολικής έκτασης  6870 στρεμμάτων στη Bahia της Βραζιλίας. Αυτά συνθέτουν ένα μικρό αλλά σημαντικό μέρος του φυσικού βιότοπου του Μακάο του Spix, στην περιοχή όπου υπήρχε η τελευταία γνωστή φωλιά άγριων πουλιών του είδους. Τώρα ,γίνονται  προσπάθειες για να καθαριστεί ο βιότοπος από εισαγόμενους θηρευτές και να αποκατασταθούν τα φυσικά σπορόφυτα Caraibeira .


Τον Μάιο του 2012, το ινστιτούτο για την προστασία της βιοποικιλότητας  της Βραζιλίας διατύπωσε και δημοσίευσε ένα 5-ετές  Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τη διατήρηση και την αποκατάσταση του είδους στη φύση. Τα κυριότερα σημεία του σχεδίου είναι να αυξηθεί ο πληθυσμός σε αιχμαλωσία σε 150 άτομα μέχρι το 2020, να φτιαχτεί μια εγκατάσταση εκτροφής στη Βραζιλία μέσα στον ίδιο το  βιότοπό του Μακάο, να αποκτά και να αποκαταστεί επιπλέον τμήματα της γεωγραφικής κατανομής του, και να προετοιμαστεί η απελευθέρωσή των πουλιών στο φυσικό τους περιβάλλον μεταξύ του 2017 και 2021.

Ο υπάρχων πληθυσμός σε αιχμαλωσία κατάγεται από μόλις 7 άγρια  πουλιά,  τα οποία πιστεύεται ότι προέρχονται όλα από μόλις δύο άγριες φωλιές που υπήρχαν μετά το 1982


Από τον Ιούνιο του 2013 υπάρχουν περίπου 96 Μακάο του Spix σε αιχμαλωσία. 83 από αυτά συμμετέχουν σε ένα διεθνές πρόγραμμα αναπαραγωγής που διαχειρίζεται το ινστιτούτο για την προστασία της βιοποικιλότητας  της Βραζιλίας. Στο κέντρο  Al Wabra
βρίσκονται 64 πουλιά (το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού ), 37 εκ των
οποίων έχουν γεννηθεί σε αιχμαλωσία.

Ο πληθυσμός υποφέρει από πολύ χαμηλή ετεροζυγωτία  τα αρχικά άγρια πουλιά ήταν λίγα, συνδέονταν στενά  δημιουργώντας αιμομιξίες  με αποτέλεσμα την υπογονιμότητα, και το υψηλό ποσοστό των θανάτου των εμβρύων (μόνο ένα στά έξι αυγά  είναι γόνιμο).

Για άγνωστους λόγους  τα άτομα σε αιχμαλωσία φάνηκαν να έχουν καθυστερημένη  σεξουαλική ωρίμανση. Τα νεαρότερα ζευγάρια  που παράγουν  γόνιμα αυγά ήταν ηλικίας 10 ετών. Άλλα προβλήματα αναπαραγωγής σε αιχμαλωσία είναι ότι, πιθανώς λόγω της ενδογαμίας, πολλά περισσότερα θηλυκά απ’ ότι αρσενικά έχουν εκκολαφθεί, τουλάχιστον διπλάσια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου