Σάββατο 12 Απριλίου 2014

ΑΡΠΥΑ



Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους αετούς στον κόσμο. Έχει άνοιγμα φτερών που φτάνει τα 2 μέτρα. Παρά το μέγεθος τους, τα φτερά του θεωρούνται κοντά σε σχέση με το σώμα τους, πράγμα που τον κάνει να κινείται με ευκολία ανάμεσα στα δέντρα για να πιάνει βραδυποδες και μαϊμούδες. ΟΙ άρπυιες είναι κυρίαρχα ενεργά αρπακτικά πτηνά, που σημαίνει ότι οι ενήλικες είναι στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας και δεν έχουν φυσικούς θηρευτές.

Φαίνεται περίεργο, αλλά η κυνηγετική συμπεριφορά της άρπυιας είναι ελάχιστα γνωστή, πέρα από τις παρατηρήσεις των υπολειμμάτων σε μερικές φωλιές. Κρίνοντας από αυτό, οι άρπυιες συχνά κυνηγούν στο δασικό θόλο , ενώ λίγες είναι οι επιθέσεις από τις άκρες του δάσους, όπως κατά μήκος των παρυφών σε λίμνες και ποτάμια . Αυτό μπορεί μεν να συμβαίνει, αλλά πιθανότατα είναι «παραπλανητικό» διότι αυτές οι θέσεις παρέχουν μεγαλύτερη ορατότητα για τους παρατηρητές, οπότε υπερεκτιμάται το ποσοστό τους.
Το διαιτολόγιό τους είναι εξαιρετικά ποικίλο, αλλά η βασική τους λεία είναι τα δενδρόβια θηλαστικά και, αναλύσεις έδειξαν ότι επικεντρώνονται κυρίως σε βραδύποδες και πιθήκους. Έρευνα που διενεργήθηκε μεταξύ 2003 και 2005 σε περιοχή ωοτοκίας στο Παρίντινς , της επαρχίας Αμαζόνας στη Βραζιλία, περιελάμβανε συλλογές από υπολείμματα θηραμάτων που προσφέρονταν στους νεοσσούς και, μετά τη διαλογή τους, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, η λεία των ενηλίκων αποτελείτο κατά 79% από βραδύποδες που ανήκαν σε 2 είδη: το Bradypus variegatus (39%), και το Choloepus didactylus (40%), ενώ διάφορα είδη πιθήκων περιλαμβάνονταν στο υπόλοιπο 11,6% των θηραμάτων. Σε παρόμοια έρευνα στον Παναμά, όπου απελευθερώθηκε ένα ζευγάρι αρπυιών που ήταν σε αιχμαλωσία, το 52% των θηραμάτων του αρσενικού και το 54 % του θηλυκού ήταν και πάλι 2 είδη βραδυπόδων: το Bradypus variegatus και το Choloepus hoffmanni. Σε μία φωλιά στη Βενεζουέλα, όλα τα κατάλοιπα που βρέθηκαν γύρω από την φωλιά αποτελούνταν από βραδύποδες.
Η άλλη βασική λεία των αρπυιών είναι οι πίθηκοι, που περιλαμβάνουν διάφορα είδη όπως, καπουτσίνους, σάκι, τίτι, σκιουροπιθήκους και αραχνοπιθήκους. Τα μικρότερα είδη, όπως οι ταμαρίνοι και οι μαρμοσέτες, δεν φαίνεται να προσελκύουν το ενδιαφέρον των αρπυιών. Σε αρκετές φωλιές στη Γουιάνα, οι πίθηκοι αποτελούν περίπου το 37% των υπολειμμάτων που βρέθηκαν εκεί και, στον Ισημερινό το 35% από 10 συνολικά φωλιές, περιελάμβαναν καπουτσίνους.
Άλλα, μερικώς δενδρόβια θηλαστικά, που περιλαμβάνονται λιγότερο στη διατροφή των αρπυιών είναι ακανθόχοιροι, σκίουροι, οπόσουμς, μυρμηκοφάγοι, ακόμη και σχετικά μεγαλύτερα σαρκοφάγα, όπως αγκούτια, κοάτια, πότοι, αρμαδίλλοι, αλεπούδες και τάιρες. Στο Παντανάλ (Pantanal), ένα ζευγάρι που φώλιαζε, θήρευε σε μεγάλο βαθμό τον ακανθόχοιρο Coendou prehensilis και το αγκούτι Dasyprocta azarae.
Η άρπυια μπορεί να επιτεθεί, επίσης, και σε διάφορα είδη πουλιών, όπως τους παπαγάλους αρά. Σε έρευνα στο Παριντίν , τα κοκκινοπράσινα μακάο ήσαν το 0,4% της λείας, με τα άλλα πτηνά να φθάνουν το 4,6%. Άλλοι παπαγάλοι που συμπεριλαμβάνονταν στα θηράματα, ήταν οι -κινδυνεύοντες- Anodorchynchus hyacinthinus, ενώ θηρεύονταν και κρακίδες.
Πρόσθετα στοιχεία της διατροφής τους, αποτελούν τα ερπετά, κυρίως αμφισβαίνια, ιγκουάνα και φίδια. Μάλιστα, φίδια έως 5 εκατοστά σε διάμετρο έχουν παρατηρηθεί να τεμαχίζονται στη μέση και, στη συνέχεια τα κομμάτια καταπίνονται ολόκληρα.Περιστασιακά, θηρεύονται πολύ μεγαλύτερα θηράματα όπως πεκάρια, καπιμπάρας και ελάφια, μεταφέρονται συνήθως σε ένα κούτσουρο ή χαμηλό κλαδί και καταναλώνονται σταδιακά και επί τόπου, δεδομένου ότι είναι πάρα πολύ βαριά για να μεταφερθούν ολόκληρα στη φωλιά.

  • Υπάρχει αναφορά για επίθεση και θανάτωση ελαφιών μαζάμα (Mazama americana), ένα είδος που συνήθως ζυγίζει πάνω από 30 κιλά (!) Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο αετός πρέπει να τεμαχίσει το θήραμα και να το μεταφέρει σταδιακά στη φωλιά του, ή να το καταναλώσει επί τόπου.

Τέλος, οι άρπυιες έχουν καταγραφεί να θηρεύουν κατοικίδια ζώα, όπως κοτόπουλα, αρνιά, κατσίκια και νεαρούς χοίρους, αλλά αυτό είναι σπάνιο υπό κανονικές συνθήκες . Αντίθετα, είναι πολύ χρήσιμες στον έλεγχο του πληθυσμού κάποιων θηρευτών όπως των καπουτσίνων, οι οποίοι λυμαίνονται συστηματικά τα αυγά των πτηνών και, μπορεί να προκαλέσουν μέχρι και τοπικές εξαφανίσεις των ευαίσθητων ειδών.


Η άρπυια μπορεί να μην είναι ο μεγαλύτερος αετός στην υφήλιο, αλλά είναι αναμφίβολα ο ισχυρότερος. Διαθέτει τους μεγαλύτερους γαμψώνυχες από όλα τα αρπακτικά πτηνά, οι οποίοι είναι σε θέση να ασκήσουν πίεση 42 kgf/εκ², ή 4,1 MPa ή 530 lbf/in² ή 400 N/εκ²., που σημαίνει ότι επιφέρεται ακαριαίος θάνατος στα θηράματα. Οι άρπυιες μπορούν άνετα να σηκώσουν θηράματα μέχρι 7 κιλά και να τα μεταφέρουν στη φωλιά τους, ενώ έχουν καταγραφεί περιπτώσεις άρσης θηραμάτων που είχαν το ίδιο βάρος με αυτές. Λόγω μικροτέρου μεγέθους, τα αρσενικά συνήθως συλλαμβάνουν σχετικά μικρότερη λεία, με ένα τυπικό εύρος 0,5 έως 2,5 κιλών (περίπου το μισό από το βάρος τους), αλλά τα -μεγαλύτερα- θηλυκά συλλαμβάνουν θηράματα, με καταγεγραμμένο ελάχιστο βάρος περίπου 2,7 κιλών. Έχουν καταγραφεί ενήλικα θηλυκά να αρπάζουν τακτικά μεγάλους αρσενικούς πιθήκους ή βραδύποδες βάρους 6 έως 9 κιλών και, να πετάνε μακριά χωρίς προσγείωση, ένα εξαιρετικό δείγμα ισχύος (φυσική: έργο ανά μονάδα χρόνου). Το μέγεθος της λείας που μεταφέρεται στη φωλιά είναι συνήθως μεσαίου μεγέθους, αφού έχουν καταγραφεί θηράματα από 1 έως 4 κιλά. Τα αρσενικά μεταφέρουν θηράματα μέσου βάρους 1,5 κιλού, ενώ τα θηλυκά 3,2 κιλών.

  • Οι γαμψώνυχες της άρπυιας μπορεί να έχουν το ίδιο μήκος με εκείνους μιάς αρκούδας, ενώ το πάχος των ταρσών τους μπορεί να είναι το ίδιο με εκείνο ενός πήχη ανθρώπου.

Μερικές φορές, οι άρπυιες παραμονεύουν για το θήραμα από σταθερή θέση πόστου («sit and wait»), στρατηγική συνηθισμένη για τα αρπακτικά που κατοικούν στα δάση. Το πόστο είναι ένα ψηλό σημείο κοντά σε ένα ξέφωτο, ένα ποτάμι ή μία θέση «αναζήτησης άλατος» (salt-lick), όπου πολλά θηλαστικά πάνε και «γλείφουν» πετρώματα επειδή έχουν ανάγκη από μέταλλα και ιχνοστοιχεία. Ωστόσο, η πιο κοινή τεχνική του είδους είναι το κυνήγι με μικρές αερολισθήσεις (glidings), πάνω από ένα συγκεκριμένο χώρο ο οποίος «σαρώνεται», ενώ παρεμβάλλονται σύντομες στάσεις από δέντρο σε δέντρο. Όταν το θήραμα εντοπιστεί, η άρπυια «καταδύεται» και το αρπάζει, ενώ περιστασιακά, μπορεί επίσης να κυνηγάει με διαρκείς πτήσεις μέσα ή και πάνω από το δασικό θόλο. Τέλος οι άρπυιες έχουν επίσης παρατηρηθεί να κυνηγούν «κατά πόδας», ένα στυλ θήρευσης ιδιαίτερα κοινό στους ικτίνους . Αυτό περιλαμβάνει καταδίωξη του θηράματος εν πτήσει, με διαδοχικούς ελιγμούς ανάμεσα στα δέντρα που, απαιτεί ταχύτητα και ευκινησία, στοιχεία που οι άρπυιες διαθέτουν σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου