Ο κακάπο είναι ο βαρύτερος παπαγάλος στον κόσμο, καθώς φτάνει τα 4 κιλά. Είναι ο μοναδικός νυκτόβιος παπαγάλος , αλλά και ο μόνος που δεν πετάει. Έχει μέχρι και μουστάκια για να βρίσκει το δρόμο του στο σκοτάδι. Ζει στη Νέα Ζηλανδία και αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της εξέλιξης σε απομονωμένα νησιά, αφού το είδος εξελίχτηκε πριν από 85 εκατομμύρια χρόνια όταν η Νέα Ζηλανδία αποσπάστηκε από την Γκοντβάνα (την μία από τις δύο ηπείρους που υπήρχαν τότε) και έκανε τον κακάπο να εξελιχθεί διαφορετικά. Το κακάπο είναι είδος Άκρως Απειλούμενο (CR). Τον Ιούλιο του 2012, μόνον 124 άτομα είχαν απομείνει, τόσο λίγα, που στα περισσότερα από αυτά έχουν δοθεί ονόματα. Η προσπάθεια για τη διάσωση του πτηνού είναι πολύ παλαιά. Λόγω της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας στην Πολυνησία και την εισαγωγή θηρευτών όπως γάτες, αρουραίοι, νυφίτσες και κουνάβια, το κακάπο σχεδόν αφανίστηκε. Οι προσπάθειες διατήρησης ξεκίνησαν στη δεκαετία του 1890, αλλά δεν ήσαν πολύ επιτυχείς, μέχρι την εφαρμογή του «Σχεδίου για την Ανάκαμψη του Κακάπο» (Kakapo Recovery Plan), στη δεκαετία του 1980. Από τον Απρίλιο του 2012, όλα τα σωζόμενα πουλιά φυλάσσονται σε κάποια νησιά, προσεκτικά επιλεγμένα χωρίς θηρευτές, το Codfish, το Anchor και το Little Barrier, όπου τελούν υπό στενή προστασία και παρακολούθηση. Επίσης, δύο μεγάλα νησιά από την περιοχή Φιόρντλαντ, τα Resolution και Secretary, έχουν αποτελέσει το αντικείμενο, μεγάλης κλίμακας, δραστηριοτήτων οικολογικής αποκατάστασης, μέσω προετοιμασίας αυτοσυντηρούμενων οικοσυστημάτων με κατάλληλο βιότοπο για το είδος. Η κυβέρνηση της Νέας Ζηλανδίας είναι πρόθυμη να παραχωρήσει τα συγκεκριμένα νησιά γι’ αυτό το σκοπό.
Ο πρώτος, χρονικά και, κυριότερος παράγοντας για την παρακμή του κακάπο ήταν αναμφίβολα η άφιξη των πρώτων ανθρώπων στη Νέα Ζηλανδία και τα γύρω νησιά. Στη λαογραφία των Μάορι αναφέρεται ότι το είδος ήταν κοινό σε όλη τη χώρα, όταν οι Πολυνήσιοι έφτασαν για πρώτη φορά εκεί, περίπου 700 χρόνια πριν, κάτι στο οποίο συνηγορούν και τα απολιθώματα. Οι Μάορι άρχισαν να κυνηγούν τα κακάπο για να τα φάνε, αλλά και για το δέρμα και τα φτερά τους, με τα οποία έφτιαχναν πανωφόρια. Επίσης χρησιμοποίησαν τα αποξηραμένα κρανία των πουλιών σαν στολίδια για τα αυτιά. Λόγω της ανικανότητάς του να πετάξει, της έντονης οσμής που αναδίδει και της συνήθειάς του να ακινητοποιείται όταν απειλείται, το κακάπο υπήρξε πολύ εύκολη λεία για τους Μάορι και τα σκυλιά τους. Τα αυγά και νεοσσοί του, επίσης, καταστρέφονταν από το Κιόρε (Rattus exulans), έναν αρουραίο που έφεραν οι Μάορι στη Νέα Ζηλανδία. Επιπλέον, η εσκεμμένη εκκαθάριση της βλάστησης από τους Μάορι μείωσε τα ενδιαιτήματα του πτηνού. Παρά το γεγονός ότι τα κακάπο είχαν ήδη εξαφανιστεί σε πολλές περιοχές της Νέας Ζηλανδίας, όταν κατέφθασαν οι πρώτοι Ευρωπαίοι, ήσαν ακόμη παρόντα στο κεντρικό τμήμα του Βόρειου Νησιού και σε κάποιες δασώδεις περιοχές του Νότιου.
Στη δεκαετία του 1840, οι Ευρωπαίοι άποικοι εκκαθάρισαν τεράστιες εκτάσεις γης για καλλιέργεια και βόσκηση, προκαλώντας περαιτέρω μείωση των οικοτόπων του είδους. Έφεραν μαζί τους περισσότερα σκυλιά και άλλα αρπακτικά θηλαστικά, όπως κατοικίδιες γάτες, αρουραίους και νυφίτσες. Οι Ευρωπαίοι γνώριζαν λίγα πράγματα για το κακάπο, μέχρι που ο George Robert Gray, το περιέγραψε και το καταχώρησε ως νέο είδος, το 1845. Δεδομένου ότι οι Μάορι σιγά-σιγά άρχισαν να μειώνονται, οι Ευρωπαίοι και τα σκυλιά τους πήραν τη θέση τους. Έτσι, στα τέλη του 19ου αιώνα, το κακάπο δεν ήταν παρά ένα «αξιοπερίεργο» της φύσης και, χιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν ή σκοτώθηκαν για ζωολογικούς κήπους, μουσεία ή συλλέκτες. Τα περισσότερα αιχμαλωτισθέντα άτομα έχαναν τη ζωή τους μέσα σε λίγους μήνες. Από το 1870, τουλάχιστον, οι συλλέκτες γνώριζαν ότι ο πληθυσμός των κακάπο είχε μειωθεί δραματικά, αλλά αντί να ξεκινήσουν τη διάσωσή τους, πρωταρχικό μέλημά τους ήταν να συλλέξουν όσο το δυνατόν περισσότερα «δείγματα» πριν το πουλί να εξαφανιστεί.
Στη δεκαετία του 1880, μεγάλος αριθμός από μουστελίδες (κουνάβια και νυφίτσες) εισήχθησαν στη Νέα Ζηλανδία για να βοηθήσουν στη μείωση του αριθμού των κουνελιών, που όντως ήσαν πραγματική μάστιγα για τη χώρα, εκείνα όμως έτρωγαν, επίσης σε μεγάλο βαθμό, πολλά ενδημικά είδη συμπεριλαμβανομένου του κακάπο. Άλλα ξενικά προς τη χώρα εισηγμένα ζώα, όπως ελάφια, ανταγωνίζονταν με το πτηνό για την τροφή, αλλά και προκάλεσαν την εξαφάνιση κάποιων, προτιμώμενων από το κακάπο, φυτικών ειδών. Το τελευταίο κακάπο φαίνεται να πιάστηκε στο Βόρειο Νησί, το 1895.
Ο πρώτος, χρονικά και, κυριότερος παράγοντας για την παρακμή του κακάπο ήταν αναμφίβολα η άφιξη των πρώτων ανθρώπων στη Νέα Ζηλανδία και τα γύρω νησιά. Στη λαογραφία των Μάορι αναφέρεται ότι το είδος ήταν κοινό σε όλη τη χώρα, όταν οι Πολυνήσιοι έφτασαν για πρώτη φορά εκεί, περίπου 700 χρόνια πριν, κάτι στο οποίο συνηγορούν και τα απολιθώματα. Οι Μάορι άρχισαν να κυνηγούν τα κακάπο για να τα φάνε, αλλά και για το δέρμα και τα φτερά τους, με τα οποία έφτιαχναν πανωφόρια. Επίσης χρησιμοποίησαν τα αποξηραμένα κρανία των πουλιών σαν στολίδια για τα αυτιά. Λόγω της ανικανότητάς του να πετάξει, της έντονης οσμής που αναδίδει και της συνήθειάς του να ακινητοποιείται όταν απειλείται, το κακάπο υπήρξε πολύ εύκολη λεία για τους Μάορι και τα σκυλιά τους. Τα αυγά και νεοσσοί του, επίσης, καταστρέφονταν από το Κιόρε (Rattus exulans), έναν αρουραίο που έφεραν οι Μάορι στη Νέα Ζηλανδία. Επιπλέον, η εσκεμμένη εκκαθάριση της βλάστησης από τους Μάορι μείωσε τα ενδιαιτήματα του πτηνού. Παρά το γεγονός ότι τα κακάπο είχαν ήδη εξαφανιστεί σε πολλές περιοχές της Νέας Ζηλανδίας, όταν κατέφθασαν οι πρώτοι Ευρωπαίοι, ήσαν ακόμη παρόντα στο κεντρικό τμήμα του Βόρειου Νησιού και σε κάποιες δασώδεις περιοχές του Νότιου.
Στη δεκαετία του 1840, οι Ευρωπαίοι άποικοι εκκαθάρισαν τεράστιες εκτάσεις γης για καλλιέργεια και βόσκηση, προκαλώντας περαιτέρω μείωση των οικοτόπων του είδους. Έφεραν μαζί τους περισσότερα σκυλιά και άλλα αρπακτικά θηλαστικά, όπως κατοικίδιες γάτες, αρουραίους και νυφίτσες. Οι Ευρωπαίοι γνώριζαν λίγα πράγματα για το κακάπο, μέχρι που ο George Robert Gray, το περιέγραψε και το καταχώρησε ως νέο είδος, το 1845. Δεδομένου ότι οι Μάορι σιγά-σιγά άρχισαν να μειώνονται, οι Ευρωπαίοι και τα σκυλιά τους πήραν τη θέση τους. Έτσι, στα τέλη του 19ου αιώνα, το κακάπο δεν ήταν παρά ένα «αξιοπερίεργο» της φύσης και, χιλιάδες αιχμαλωτίστηκαν ή σκοτώθηκαν για ζωολογικούς κήπους, μουσεία ή συλλέκτες. Τα περισσότερα αιχμαλωτισθέντα άτομα έχαναν τη ζωή τους μέσα σε λίγους μήνες. Από το 1870, τουλάχιστον, οι συλλέκτες γνώριζαν ότι ο πληθυσμός των κακάπο είχε μειωθεί δραματικά, αλλά αντί να ξεκινήσουν τη διάσωσή τους, πρωταρχικό μέλημά τους ήταν να συλλέξουν όσο το δυνατόν περισσότερα «δείγματα» πριν το πουλί να εξαφανιστεί.
Στη δεκαετία του 1880, μεγάλος αριθμός από μουστελίδες (κουνάβια και νυφίτσες) εισήχθησαν στη Νέα Ζηλανδία για να βοηθήσουν στη μείωση του αριθμού των κουνελιών, που όντως ήσαν πραγματική μάστιγα για τη χώρα, εκείνα όμως έτρωγαν, επίσης σε μεγάλο βαθμό, πολλά ενδημικά είδη συμπεριλαμβανομένου του κακάπο. Άλλα ξενικά προς τη χώρα εισηγμένα ζώα, όπως ελάφια, ανταγωνίζονταν με το πτηνό για την τροφή, αλλά και προκάλεσαν την εξαφάνιση κάποιων, προτιμώμενων από το κακάπο, φυτικών ειδών. Το τελευταίο κακάπο φαίνεται να πιάστηκε στο Βόρειο Νησί, το 1895.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου